τραγοπώγων — with a goat s beard masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγοπώγωνος — τραγοπώγων with a goat s beard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγόχορτο — το κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τραγοπώγων … Dictionary of Greek
πιγουνίτης — και πηγουνίτης, ο, και πηγωνιά, η, Ν [πιγούνι] το φυτό τραγοπώγων ο μείζων … Dictionary of Greek
τετραπώγων — ωνος, ὁ, Α το φυτό τραγοπώγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πώγων] … Dictionary of Greek
τραγογένης — ο, Ν 1. αυτός που έχει γέ νεια τράγου, τραγοπώγων 2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα 3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + γένης (< γένι), πρβλ. ασπρο γένης] … Dictionary of Greek
Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη … Dictionary of Greek